παλαιοζωολογία

παλαιοζωολογία
η
κλάδος της παλαιοντολογίας (βλ. λ.) που ερευνά και κατατάσσει τους ζωικούς οργανισμούς που έχουν εξαφανιστεί πια. Ο επιστήμονας, παλαιοζωολόγος. Επίθ. παλαιοζωολογικός, -ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιοζωολογία: Παλαιοζωολογικές έρευνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλαιοζωολογία — Κλάδος της παλαιοντολογίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ζώων, τα οποία έζησαν στην υδρόγειο σε προηγούμενες γεωλογικές περιόδους και εποχές. Σήμερα είναι επιστημονικά εξακριβωμένο ότι η ζωή υπήρχε, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με την απλή… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοζωολογικός — ή, ό [παλαιοζωολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιοζωολογία …   Dictionary of Greek

  • θαλασσεμυδίδες — (thalassemydidae). Στην παλαιοζωολογία, οικογένεια κρυπτοδείρων χελωνωδών ερπετών, απολιθωμένα λείψανα των οποίων βρέθηκαν σε ιουρασικά, κρητιδικά και ηωκαινικά στρώματα στην Ευρώπη, στην Αφρική και στη Βόρεια Αμερική. Έχουν ατελώς οστεοποιημένο… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοποδίδες — (ornithopodidae). Στην παλαιοζωολογία, υπόταξη δεινόσαυρων, που περιλαμβάνει τις οικογένειες των ιγουανοδοντιδών της Ευρώπης και των τραχοδοντιδών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Έζησαν στη γη από τον άνω τριασικό έως τον κρητιδικό. Οι ο.… …   Dictionary of Greek

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοζωολόγος — ο, η επιστήμονας που έχει ως αντικείμενο μελέτης του την παλαιοζωολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. paleozoologiste (< παλαιο * + ζωολόγος)] …   Dictionary of Greek

  • παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • Θηριοκεφάλια — (theriocephalia). Υπόταξη ανομοδοντίων θηριομόρφων ερπετών στην παλαιοζωολογία, τα οποία είχαν μεσαίο μέγεθος και οδοντοστοιχία αρπακτικών. Απολιθωμένα λείψανα βρέθηκαν σε πέρμια στρώματα. Κυριότερα γένη ήταν ο κυνοδράκων, ο σκυλακόσαυρος, ο… …   Dictionary of Greek

  • θηριόμορφα ή θηρόμορφα — (theromorpha). Τάξη ερπετών στην παλαιοζωολογία, που διακρίνεται σε τρεις υποτάξεις: τα οφιακοδόντια, τα σφηνακοδόντια και τα εδαφοσαύρια. Είναι γνωστά και ως πελυκοσαύρια. Είχαν πέντε δάχτυλα στα άκρα ή έφεραν νύχια. Απολιθωμένα λείψανα βρέθηκαν …   Dictionary of Greek

  • θηρίοποδα ή θηρόποδα — (theropodαe). Υπόταξη δεινοσαύριων ερπετών στην παλαιοζωολογία, που περιλάμβανε σαρκοφάγα ζώα μεγάλου έως γιγαντιαίου μεγέθους (μήκους 10 μ.). Είχαν μικρό κεφάλι και κοφτερά δόντια· τα μπροστινά τους μέλη ήταν μικρότερα από τα πίσω και έφεραν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”